Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαμπρύνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαμπρύνω [lambríno] -ομαι Ρ8.1 : προσδίδω σε κτ. αίγλη, επισημότητα, δόξα, ομορφιά: Γνωστές προσωπικότητες λάμπρυναν με την παρουσία τους τη δεξίωση / την εκδήλωση. Ο δήμαρχος θέλησε να λαμπρύνει τη θητεία του με μεγάλα έργα.

[λόγ. < αρχ. λαμπρύνω `κάνω να λάμψει΄]

[Λεξικό Κριαρά]
λαμπρύνω· μτχ. παρκ. λαμπρυσμένος· λελαμπρυσμένος.
  • I. Ενεργ.
    • Ά Μτβ.
      • 1) Κάνω κ. λαμπρό, διακοσμώ με πολυτέλεια, στολίζω:
        • (Διγ. A 3988
        • περιβόλιν … τό ελάμπρυνεν ο Πόθος (Λίβ. Esc. 619).
      • 2) Προσδίδω αίγλη, λαμπρότητα, κάνω κ. πασίγνωστο, δοξάζω:
        • (Διγ. Z 1376).
      • 3) Φωτίζω, καθοδηγώ:
        • τούτη (ενν. η Αρετή) το νου του ελάμπρυνε (Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 38).
    • Β́ (Αμτβ.) γίνομαι λαμπρός, φωτεινός:
      • Άλλοι φωτιές ανάφτανε κι ελάμπρυνεν η νύκτα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 36020).
  • II. (Μέσ.) φωτίζομαι·
    • (μεταφ.):
      • ως ουρανός κατάστερος είσαι λελαμπρυσμένη (ενν. συ η Παναγία) (Διακρούσ., Πένθος 198).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
    • 1) Λαμπερός, φωτεινός, αστραφτερός:
      • λελαμπρυσμένη νύκταν (Αχιλλ. O 510
      • άρματα λαμπρυσμένα (Ιμπ. 387
      • (μεταφ.):
        • πρόσωπον λαμπρυσμένον (Ιμπ. (Legr.) 834).
    • 2) (Μεταφ.) διαπρεπής, ένδοξος, ξακουσμένος:
      • άνδρες λελαμπρυσμένοι (Ριμ. Βελ. ρ 702).
    • 3) (Προκ. για πυρ) λαμπερός, «δυνατός»:
      • (Θησ. Í [723]).

[αρχ. λαμπρύνω. Η μτχ. λαμπρυσμένος (πβ. λαμπρίζω) στο Βλάχ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες