Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κύπτω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κύπτω· κύφτω.
  • 1) Σκύβω:
    • (Λίβ. Sc. 579).
  • 2) (Μεταφ.) υποκύπτω, υποτάσσομαι:
    • δεν εθέλησεν (ενν. η κόρη) να κύψει εις τον πόθον (Aχιλλ. L 610).

[αρχ. κύπτω. Βλ. και σκύπτω. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες