Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κόπτομαι [kóptome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : δείχνω υπερβολικό ενδιαφέρον για κτ., πίσω από το οποίο μπορεί και να κρύβονται ιδιοτελείς σκοποί: Kόπτεται δήθεν για τα ατομικά δικαιώματα. Kόπτεται για την αθωότητά του, την υποστηρίζει με πάθος.
[λόγ. < αρχ. κόπτομαι `χτυπιέμαι΄ (μέσο του κόπτω: δες στο κόβω)]