Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κόπτομαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κόπτομαι [kóptome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : δείχνω υπερβολικό ενδιαφέρον για κτ., πίσω από το οποίο μπορεί και να κρύβονται ιδιοτελείς σκοποί: Kόπτεται δήθεν για τα ατομικά δικαιώματα. Kόπτεται για την αθωότητά του, την υποστηρίζει με πάθος.

[λόγ. < αρχ. κόπτομαι `χτυπιέμαι΄ (μέσο του κόπτω: δες στο κόβω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες