Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κωφεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κωφεύω [kofévo] Ρ5.1α : αδιαφορώ, δε δίνω σημασία σε συμβουλές, παρακλήσεις ή προσταγές: Εκώφευσε στις ικεσίες μου.

[λόγ. < ελνστ. κωφεύω `ούτε ακούω ούτε μιλάω, δηλ. μένω ήσυχος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες