Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κωλοβαράω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κωλοβαράω [kolovaráo] & Ρ10.5α : (ειρ., προφ.) τεμπελιάζω, δεν κάνω απολύτως τίποτα. || καθυστερώ κτ. που μου έχουν αναθέσει: Tο έχει και το κωλοβαράει τρεις μήνες.

[κωλο- + βαράω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες