Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κυρώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κυρώνω [kiróno] -ομαι Ρ1 : (νομ.) καθιστώ κτ. έγκυρο, προσδίδω σε κτ. νομική ισχύ, κάνω κτ. να ισχύει: Οι νόμοι ψηφίζονται από τη βουλή και κυρώνονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

[λόγ. < αρχ. κυρ(ῶ) -ώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
κυρώνω.
  • 1) Eπικυρώνω, δίνω κύρος σε έγγραφα:
    • χοντζέτια υπογραμμένα, … κυρωμένα (Λίμπον. 232).
  • 2) Eγκρίνω, συμφωνώ με τη γνώμη κάπ.:
    • στέργουσιν και κυρώνουν την (ενν. την συμβουλήν) (Iμπ. (Legr.) 770).

[<κυρώ. H λ. και σήμ. ποντ., καθώς και νομ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες