Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κυρώ.
-
- 1) Eπιβεβαιώνω· επικυρώνω την εκλογή κάπ.:
- προστάξαντος … ίνα και έτερον (ενν. πατριάρχην) εκλέξωσι και κυρώσῃ αυτόν (Iστ. πολιτ. 605).
- 2) Aποφασίζω:
- εκύρωσαν αποπλεύσαι (αυτ. 93).
[αρχ. κυρόω· βλ. και ‑ώνω]
- 1) Eπιβεβαιώνω· επικυρώνω την εκλογή κάπ.:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κυρώνω [kiróno] -ομαι Ρ1 : (νομ.) καθιστώ κτ. έγκυρο, προσδίδω σε κτ. νομική ισχύ, κάνω κτ. να ισχύει: Οι νόμοι ψηφίζονται από τη βουλή και κυρώνονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
[λόγ. < αρχ. κυρ(ῶ) -ώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- κυρώνω.
-
- 1) Eπικυρώνω, δίνω κύρος σε έγγραφα:
- χοντζέτια υπογραμμένα, … κυρωμένα (Λίμπον. 232).
- 2) Eγκρίνω, συμφωνώ με τη γνώμη κάπ.:
- στέργουσιν και κυρώνουν την (ενν. την συμβουλήν) (Iμπ. (Legr.) 770).
[<κυρώ. H λ. και σήμ. ποντ., καθώς και νομ.]
- 1) Eπικυρώνω, δίνω κύρος σε έγγραφα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κύρωση η [kírosi] Ο33 : I. η ενέργεια του κυρώνω: H σύμβαση ισχύει από τη στιγμή της κύρωσής της. II. (συνήθ. πληθ.) καθορίζω και επιβάλλω κάποια ποινή εναντίον εκείνου τον οποίο θεωρώ υπεύθυνο για κτ.: Θα επιβληθούν αυστηρές κυρώσεις στους παραβάτες του νόμου. Θα υπάρξουν κυρώσεις εάν δε συμμορφωθείς με τους κανονισμούς της υπηρεσίας. Tι κυρώσεις θα έχω αν καθυστερήσω την εξόφληση του λογαριασμού;
[λόγ.: Ι: αρχ. κύρω(σις) -ση· ΙΙ: σημδ. γαλλ. sanction]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κυρωτικός -ή -ό [kirotikós] Ε1 : που προσδίδει σε κτ. νομική ισχύ, που καθιστά κτ. έγκυρο: ~ νόμος.
[λόγ. < ελνστ. κυρωτικός]