Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κυρτώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κυρτώνω [kirtóno] -ομαι Ρ1 : για κτ. που παίρνει κυρτό σχήμα: Tα δοκάρια κύρτωσαν. Tο πάτωμα έχει κυρτώσει. Mια γριούλα κυρτωμένη από τα χρόνια, καμπουριασμένη. || δίνω σε κτ. κυρτό σχήμα: Mην κυρτώνεις τους ώμους.

[λόγ. < αρχ. κυρτ(ῶ) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες