Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κυριολεκτώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κυριολεκτώ [kiriolektó] Ρ10.9α : χρησιμοποιώ μια λέξη ή μια φράση με την ακριβή της σημασία: Δεν κυριολεκτείς, όταν ονομάζεις κάθε στρατιωτικό πραξικόπημα, επανάσταση. || εκφράζομαι με σαφήνεια, με ακρίβεια, χωρίς να υπερβάλλω: ~ όταν λέω ότι δεν έχω ούτε λεπτό ελεύθερο. Για να κυριολεκτούμε / για να κυριολεκτήσουμε, δεν πρόκειται για βοήθημα, αλλά για τοκογλυφικό δάνειο.

[λόγ. < ελνστ. κυριολεκτῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες