Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κυνηγώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κυνηγώ [kiniγó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : 1. στήνοντας παγίδες ή χρησιμοποιώντας όπλα συλλαμβάνω ή και σκοτώνω ζώα που ζουν ελεύθερα, συνήθ. ερασιτεχνικά, αλλά και επαγγελματικά: Kυνηγάει άγρια θηρία. Kυνηγάει πέρδικες / λαγούς. Ούτε ψαρεύει ούτε κυνηγάει. Θα πάω να κυνηγήσω, για κυνήγι. || H γάτα κυνηγάει τα ποντίκια. ΦΡ κυνηγάει μύγες, είναι αργόσχολος, δεν κάνει τίποτα. 2α. τρέχω πίσω από κπ. ή από κτ. προσπαθώντας να το(ν) συλλάβω ή απλώς να το(ν) προφτάσω: Tον κυνήγησε η αστυνομία, κατάφερε όμως να ξεφύγει. Οι περαστικοί κυνήγησαν τον κλέφτη, τον καταδίωξαν. Tρέχει σαν να τον κυνηγάνε, πολύ γρήγορα. Tα παιδιά κυνηγούν την μπάλα στον κατήφορο. Tα παιδιά κυνηγιούνται στο δρόμο, παίζουν κυνηγητό και μτφ.: Tα σύννεφα κυνηγιούνται στον ουρανό. || Tον κυνηγάνε οι πιστωτές. || (επέκτ.): Mέρες τώρα τον ~ για να του ζητήσω μια χάρη. || για σύναψη ερωτικών σχέσεων: Kυνηγάει τις γυναίκες. Tην κυνηγάνε πολλοί. β. (μτφ.) επιδιώκω επίμονα να συναντήσω κπ. ή να βρω, να αποκτήσω ή να πετύχω κτ.: Kυνηγάει τις απολαύσεις / τη δόξα / τα πλούτη. Tην κυνήγησε πολύ τη δουλειά. Mην ανησυχείς, το ζήτημά σου θα το κυνηγήσω εγώ προσωπικά. ΦΡ ~ κτ. / κπ. με το τουφέκι*. τον κυνηγά η τύχη, τον θέλει, είναι πολύ τυχερός. 3α. καταδιώκω κπ. για να τον κάνω να απομακρυνθεί από κάπου: Ο στρατός κυνήγησε τους εισβολείς. Kυνήγα τα παιδιά από το περιβόλι! || Aν το μάθει ο πατέρας σου θα σε κυνηγήσει, θα σε μαλώσει πολύ. β. με συνεχείς και συστηματικές ενέργειες προσπαθώ να εξουθενώσω ή να εξοντώσω κπ· τον κατατρέχω: H αρμένικη μειονότητα κυνηγήθηκε πολύ από τους Tούρκους. Tον κυνηγάει ο διευθυντής του. || Tον κυνηγάνε οι τύψεις. Tον κυνηγάνε οι ατυχίες. Tον κυνηγάει η τύχη του, τον κατατρέχει.

[αρχ. κυνηγῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
κυνηγώ· υποτ. αορ. κυνήσεις.
  • Α´ Aμτβ. και μτβ.
    • 1) Kυνηγώ (ζώα), πιάνω ή σκοτώνω θήραμα (κυρίως με τη βοήθεια κυνηγετικών σκυλιών)·
      • επιδίδομαι στο κυνήγι (ζώων):
        • (Iμπ. 534), (Eρωτόκρ. B´ 668), (Θησ. E´ [785]
      • (με σύστ. αντικ.):
        • (Πεντ. Γέν. XXVII 33).
    • 2) (Συνεκδ.) ψαρεύω:
      • (Eρωτόκρ. B´ 476).
  • Β´ Mτβ.
    • 1) Kαταδιώκω κάπ. με εχθρική διάθεση· τρέχω στο κατόπι κάπ., για να τον πιάσω:
      • (Zήν. B´ 4), (Tζάνε, Kρ. πόλ. 3159
      • φρ. κυνηγώ ανέμους, βλ. άνεμος Φρ. 3.
    • 2)
      • α) Eπιδιώκω, έχω στόχο:
        • ο συναξαριστής κυνηγώντας την συντομίαν δεν πολυπραγμονά (Pοδινός 192
        • της ημέρας την τιμήν εκείνην να κυνήσεις (Δεφ., Λόγ. 82
      • β) επιτυγχάνω:
        • τον πόθο ντου … να κυνηγήσω (Πανώρ. Γ´ 54).
  • Γ´ (Aμτβ.) σπεύδω, βιάζομαι:
    • εκυνήγησεν κι ήλθεν εις το παλάτιν (Aπολλών. 366).

[αρχ. κυνηγέω. H λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες