Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κυβίζω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κυβίζω [kivízo] Ρ2.1α : υπολογίζω τον όγκο ενός αντικειμένου σε κυβικά μέτρα.

[λόγ. < ελνστ. κυβίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
κυβίζω (I).
  • Yψώνω κάπ. αριθμό στην τρίτη δύναμη, στον κύβο:
    • (Rechenb. (Vog.) 226).

[μτγν. κυβίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
κυβίζω (II).
– Βλ. και κουκουβίζω.
  • Xαμηλώνω το κεφάλι, σκύβω:
    • (Φυσιολ. 3691).

[πιθ. <ουσ. κύβη (L‑S, Steph.) + κατάλ. ίζω. Πβ. αρχ. κυβιστάω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες