Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κτικιάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κτικιάζω· χτικιάζω.
  • Α´ Αμτβ.
    • 1) Προσβάλλομαι από χτικιό, από φθίση:
      • να με ’γαπήσει ο Ρήγας μου μην πέσω και χτικιάσω (Ευγέν. 318).
    • 2) (Μεταφ.) για δήλ. έντονης στενοχώριας, αγανάκτησης:
      • μὄρχεται να κτικιάσω (Στάθ. Α´ 70
      • είμαι μοναχός και στέκω να χτικιάσω (Φορτουν. Ε´ 52).
  • Β´ (Μτβ.) κάνω κάπ. να πάθει φθίση·
    • «λειώνω», εξαντλώ κάπ.:
      • να τον εύρουν αρρωστιές ή να τονε κτικιάσουν (Σαχλ. Α´ M 91 κριτ. υπ. (έκδ. τον εκτ‑)).

[<*εκτικιάζω <μτγν. επίθ. εκτικός (πυρετός) ή ουσ. εκτικός (= φυματικός, ΕΜ 323, 56) + κατάλ. ιάζω. Η λ. στο Βλάχ. (κτη‑). Ο τ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες