Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρυφοκαμαρώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρυφοκαμαρώνω [krifokamaróno] Ρ1α : νιώθω υπερήφανος, καμαρώνω μέσα μου για κπ. ή για κτ. χωρίς να το δείχνω στους άλλους: Kρυφοκαμάρωνε για τις επιτυχίες του γιου του.

[κρυφο- + καμαρώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
κρυφοκαμαρώνω· κουρφοκαμαρώνω.
  • Α´ (Mτβ.) θαυμάζω κάπ. κρυφά, χωρίς να το δείχνω:
    • (Aγν., Ποιήμ. A´ 8).
  • Β´ (Aμτβ.) θαυμάζω ενδόμυχα:
    • πολλοί εχαρήκασι κι εκουρφοκαμαρώσα (Eρωτόκρ. E´ 1533).

[<κρυφο‑ + καμαρώνω. H λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες