Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρυφοκαίω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρυφοκαίω [krifokéo] Ρ (δες και καίω) αόρ. κρυφόκαψα, απαρέμφ. κρυφοκάψει : 1. για κτ. που καίγεται χωρίς να βγάζει φλόγα: H πυρκαγιά στο δάσος κρυφόκαιγε επί μέρες. 2. (μτφ., λογοτ.) για κτ. που με βασανίζει και με ταλαιπωρεί χωρίς να το εκφράζω, χωρίς να το εκδηλώνω: Kρυφόκαιγε μέσα της ο καημός. Tον κρυφόκαιγε ο πόθος.

[κρυφο- + καίω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες