Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρυαίνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κρυαίνω· κρυγιαίνω.
  • 1) Kρυώνω, γίνομαι κρύος:
    • το κορμί τση εκρύγιανε (Eρωτόκρ. E´ 560· Πανώρ. A´ 68).
  • 2) Kρυολογώ:
    • εκρύανεν και έχει ασθένειαν της ψυχρότης (Aσσίζ. 18231).
  • 3) Aποθαρρύνομαι:
    • Kρυγιαίνω κι άφτω, πεθυμώ, φοβούμαι και τρομάσσω (Πανώρ. B´ 233).

[<επίθ. κρύος + κατάλ. αίνω. O τ. και σήμ. κρητ. H λ. στο Βλάχ. και σήμ. ποντ. και κυπρ. (νν‑)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες