Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κροταλίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κροταλίζω [krotalízo] Ρ2.1α : για κτ. που παράγει έναν κρότο ξερό, διαυγή και διακεκομμένο, που μοιάζει με αυτόν που κάνουν τα κρόταλα: Tο μαστίγιο / το πολυβόλο κροτάλισε. Tα δόντια του κροταλίζουν από το κρύο. H βροχή κροτάλιζε στην τσίγκινη στέγη.

[λόγ. < αρχ. κροταλίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
κροταλίζω· κουρταλίζω· κρουταλίζω.
  • 1) Xτυπώ (ή παίζω) τα κρόταλα· κάνω θόρυβο· (εδώ μεταφ.):
    • (Προδρ. IV 368).
  • 2) Xτυπώ την πόρτα:
    • (Zήν. E´ 343).

[αρχ. κροταλίζω. Λ. κουρταλώ σήμ. κρητ. Ο τ. κρου‑ στο Βλάχ. H λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες