Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κριτσανίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κριτσανίζω [kritsanízo] Ρ2.1α : για το χαρακτηριστικά ψιλό και ξερό θόρυβο που παράγεται, όταν μασάμε κτ. πολύ ξεροψημένο. || για αντίστοιχο θόρυβο: Kριτσανίζει η άμμος / η ζάχαρη στο πάτωμα.

[κριτς -ανίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες