Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρεπάρω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
κρεπάρω.
  • «Σκάζω» από τα νεύρα μου, από το κακό μου:
    • βασανίζου με και στέκω να κρεπάρω (Φορτουν. B´ 476).

[<ιταλ. crepare. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρεπάρω 1 [krepáro] Ρ6α μππ. κρεπαρισμένος : (οικ.) 1. από υπερβολική πίεση σπάω, σκίζομαι ή συντρίβομαι, έχοντας φτάσει στα όρια της αντοχής μου. 2. (μτφ.) αισθάνομαι υπερβολική δυσφορία από εσωτερική πίε ση, σκάω, έχοντας ξεπεράσει τα όρια της ψυχικής μου αντοχής: Kόντε ψε να κρεπάρει από το κακό του.

[ιταλ. crepar(e) ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρεπάρω 2 : για γυναικεία συνήθ. μαλλιά, τα χτενίζω με τέτοιον τρόπο, ώστε να φαίνονται, να δείχνουν φουσκωτά· ξαίνω2: Kρεπαρισμένα μαλλιά.

[γαλλ. crêp(er) -άρω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες