Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρεουργώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρεουργώ [kreurγó] -ούμαι Ρ10.9 : σφάζω κπ. κατά τρόπο ιδιαίτερα ανηλεή, κόβοντας το σώμα του σε κομματάκια· κατακρεουργώ.

[λόγ. < ελνστ. κρεουργῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
κρεουργώ.
  • Ξεσκίζω, κομματιάζω σάρκες· κατασφάζω:
    • (Πανάρ. 8017).

[μτγν. κρεουργέω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες