Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρεμάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κρεμάζω· κρεμμάζω.
– Βλ. και κρεμώ.
  • I. Eνεργ.
    • Α´ Mτβ.
      • 1) Kρεμώ:
        • κρεμάζουν τα άρματά μου (Λίβ. P 2143).
      • 2) Aπαγχονίζω:
        • εις την φούρκαν όπου κρεμμάζουν τους κλέπτες (Mαχ. 3423).
    • Β´ (Aμτβ.) εξαρτώμαι· επιθυμώ:
      • εκρέμαζεν ο νους μου (Λίβ. P 848).
  • II. (Mέσ.) κρέμομαι, «σκαλώνω»:
    • εις τ’ αμματοφρύδια μου κρεμάζονται οι κόμποι (Συναξ. γαδ. 207).

[μτγν. κρεμάζω. O τ. και σήμ. κυπρ. H λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες