Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κρατύνω.
-
- I. (Ενεργ.) κάνω (μέλος του σώματος) παράλυτο:
- και αφού τον άφησεν (ενν. τον Iακώβ) ο άγγελος του ήλθεν … με ένα αστροπελέκι και εκράτυνέ του το λαγγόνι και εκούτσαινεν (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 144v).
- II. Μέσ.
- 1) Bρίσκομαι, εμπλέκομαι:
- αν σε συμβεί και κρατυνθείς εις πόλεμον με άλλους (Σπαν. (Mαυρ.) P 41).
- 2) Θεωρούμαι:
- ουδέν κρατύνεσαι διά πλερωμένος (Aσσίζ. 15010).
- 1) Bρίσκομαι, εμπλέκομαι:
[<κρατώ από ψευδο-αρχαϊστική τάση, με επίδρ. του αρχ. κρατύνω]
- I. (Ενεργ.) κάνω (μέλος του σώματος) παράλυτο: