Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρένω [kréno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λαϊκότρ.) μιλώ, λέω, απαντώ ή απευθύνω το λόγο σε κπ. || φωνάζω, προκαλώ κπ.
[μσν. κρένω `κρίνω΄ < αρχ. κρίνω μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. κριν- κατά το σχ.: μειν- (έμεινα) - μένω]
[Λεξικό Κριαρά]
- κρένω,
- βλ. κρίνω.