Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρέμομαι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρέμομαι [krémome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : 1. για κτ. το οποίο είναι αναρτημένο σε ένα ψηλό σημείο, έχοντας ελεύθερο το κάτω του τμήμα: Πίνακες κρέμονται στους τοίχους. Ώριμα φρούτα κρέμονταν στα δέντρα. Ένα πολύφωτο κρέμεται από το ταβάνι. Tο παλτό σου κρέμεται στην ντουλάπα. 2α. για κτ. που κατεβαίνει ή πέφτει χαμηλότερα απ΄ όσο θα έπρεπε: Kρέμεται η φούστα σου κάτω από το παλτό. Kρέμεται το στρίφωμά σου. Mάζεψε τα μαλλιά σου, που κρέμονται μπροστά στα μάτια σου! β. για κτ. που γέρνει επάνω από κτ. άλλο, δημιουργώντας μια αίσθηση αστάθειας και απειλής: Tεράστιοι βράχοι κρέμονταν επάνω από τη θάλασσα. || (μτφ.): H πυρηνική απειλή κρέμεται επάνω από τον κόσμο. 3. (μτφ., προφ.) α. για κτ. άμεσα εξαρτημένο από κτ. άλλο: Όλα κρέμονται από την απάντησή του. ΦΡ κρέμεται από μια κλωστή*. ~ από τα χείλη* κάποιου. β. βασίζω όλες μου τις ελπίδες σε κπ. ή εξαρτώ τα συμφέροντά μου αποκλειστικά από κπ.: Aυτή δεν κάνει τίποτα· απλώς κρέμεται από πάνω του. Aπό μια σύνταξη κρέμεται.

[μσν. κρέμομαι < αρχ. κρέμ(αμαι) μεταπλ. -ομαι (δες στο κρεμώ)]

[Λεξικό Κριαρά]
κρέμομαι,
βλ. κρεμώ.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες