Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουφώνω [kufóno] Ρ1α μππ. κουφωμένος : κυρίως για παντζούρια που τα μισοκλείνουν έτσι ώστε να δημιουργούν μεταξύ τους μια γωνία μέσα από την οποία μπορεί να περνάει λίγο φως.
[μσν. *κουφώνω `δημιουργώ κοιλότητα΄ (πρβ. μσν. κούφωμα) < κούφ(ος δες στο κούφιος) -ώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- κουφώνω.
-
- Δημιουργώ κοιλότητα· ανοίγω υπόγεια στοά, λαγούμι:
- κουφώνανε τη γην και μπόλμπερην εβάνα και φράσσοντας την άφτανε (Tζάνε, Kρ. πόλ. 50715).
[<επίθ. κουφός + κατάλ. ‑ώνω. H λ. και σήμ.]
- Δημιουργώ κοιλότητα· ανοίγω υπόγεια στοά, λαγούμι: