Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κουφαίνω.
-
- Kάνω κάπ. κουφό:
- (Iατροσ. κώδ. σογ´).
[<κωφαίνω (4. αι., L‑S Suppl.) <επίθ. κωφός + κατάλ. ‑αίνω. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Kάνω κάπ. κουφό:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουφαίνω 1 [kuféno] -ομαι Ρ7.1 : κάνω κπ. κουφό: Kόντεψε να μας κουφάνει η έκρηξη. Ο παππούς κουφάθηκε πια τελείως. || με υπερβολή: Mίλα πιο σιγά, θα μας κουφάνεις! (έκφρ.) μας κούφανες!, για κτ. τόσο παράδοξο, που μας προκάλεσε μεγάλη εντύπωση, που μας εξέπληξε.
[μσν. κουφαίνω < ελνστ. κωφαίνω κατά την εξέλ. κωφός > κουφός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουφαίνω 2 : (λαϊκότρ.) κάνω κτ. κοίλο.
[κούφ(ος δες στο κούφιος) -αίνω (σύγκρ. κουφώνω)]