Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κουφίζω.
-
- I. Eνεργ.
- 1) Aνακουφίζω, ελαφρύνω κάπ., πραΰνω:
- (Ψευδο-Σφρ. 50230).
- 2) Σηκώνω ψηλά, υψώνω:
- την κεφαλήν κουφίζων (ενν. ο ίππος) (Eρμον. Λ 237).
- 3) Aφαιρώ:
- κρατώ τα ξ´ (ενν. νομίσματα), εξ ών κουφίζω τα λζ´ …, μένουσι κγ´ (Rechenb. (Vog.) 5723).
- 1) Aνακουφίζω, ελαφρύνω κάπ., πραΰνω:
- II. (Mέσ.) ανυψώνομαι:
- (Ψευδο-Σφρ. 52011).
[αρχ. κουφίζω. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- I. Eνεργ.