Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουτσοπίνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουτσοπίνω [kutsopíno] Ρ πρτ. κουτσόπινα και κουτσοέπινα, αόρ. κουτσοήπια, απαρέμφ. κουτσοπιεί : (οικ.) πίνω σιγά σιγά και με απόλαυση το ποτό μου: Kουτσόπινε μόνος του σε μια γωνιά. (έκφρ.) τα κουτσοπίνω: Kάθε βράδυ τα κουτσοπίνει στην ταβέρνα.

[κουτσο- + πίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες