Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουτσοπίνω [kutsopíno] Ρ πρτ. κουτσόπινα και κουτσοέπινα, αόρ. κουτσοήπια, απαρέμφ. κουτσοπιεί : (οικ.) πίνω σιγά σιγά και με απόλαυση το ποτό μου: Kουτσόπινε μόνος του σε μια γωνιά. (έκφρ.) τα κουτσοπίνω: Kάθε βράδυ τα κουτσοπίνει στην ταβέρνα.
[κουτσο- + πίνω]