Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουτσοκαταφέρνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουτσοκαταφέρνω [kutsokataférno] Ρ αόρ. κουτσοκατάφερα, απαρέμφ. κουτσοκαταφέρει : (οικ.) συνήθ. στην έκφραση τα ~, καταφέρνω με δυσκολία να ανταποκριθώ στις υποχρεώσεις μου.

[κουτσο- + καταφέρνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες