Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουτσοβολεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουτσοβολεύω [kutsovolévo] -ομαι Ρ5.2 : (οικ.) συνήθ. στην έκφραση τα ~, καταφέρνω με δυσκολία να ανταποκριθώ, από οικονομική άποψη, στις υποχρεώσεις μου.

[κουτσο- + βολεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες