Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουτσοβολεύω [kutsovolévo] -ομαι Ρ5.2 : (οικ.) συνήθ. στην έκφραση τα ~, καταφέρνω με δυσκολία να ανταποκριθώ, από οικονομική άποψη, στις υποχρεώσεις μου.
[κουτσο- + βολεύω]