Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουτρώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κουτρώ.
  • Xτυπώ με τα κέρατα, κουτουλώ:
    • να κουτρήσει βόδι τον ανήρ (Πεντ. Έξ. XXI 28).

[<ουσ. κούτρα. H λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες