Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουτρουβαλώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουτρουβαλώ [kutruvaló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : (οικ.) κατρακυλώ με το κεφάλι προς τα κάτω· κάνω, παίρνω κουτρουβάλες: Kουτρουβάλησα από τη σκάλα / στον κατήφορο.

[< κούτρα(;)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες