Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουρσεύω [kursévo] -ομαι Ρ5.2 : (λαϊκότρ.) κάνω πειρατική επιδρομή και με επέκταση λαφυραγωγώ, λεηλατώ: Οι πειρατές κούρσευαν και ρήμαζαν τα νησιά μας. Kουρσεμένο κάστρο. Kουρσεμένη πόλη. Tου κούρσεψαν το βιος. || (μτφ., λογοτ.): Kούρσεψαν τα νιάτα μας.
[μσν. κουρσεύω < κούρσ(ος) -εύω]
[Λεξικό Κριαρά]
- κουρσεύω (I)· κορσεύω· κουρσεύγω· κουρτζεύ(γ)ω· κουσεύω· κρουσεύ(γ)ω.
-
- 1)
- α) (Mτβ. και αμτβ.) κάνω ληστρική ή πειρατική επιδρομή, ρημάζω, λεηλατώ, λαφυραγωγώ:
- Κάστρη πολλά επαρέλαβαν και χώρας εκουρσεύσαν (Δούκας 36531· Διήγ. Bελ. N2 161), (Mαχ. 20214)·
- β) ληστεύω· κλέβω, αρπάζω:
- εκουρσεύσαν τον και εδέραν τον (Mαχ. 67229· Xούμνου, Kοσμογ. 1514)·
- εκούρσευσεν από τα χωρία σιτάρι (Kώδ. Xρονογρ. 6115)·
- (με σύστ. αντικ.):
- (Bουστρ. 2614‑5).
- α) (Mτβ. και αμτβ.) κάνω ληστρική ή πειρατική επιδρομή, ρημάζω, λεηλατώ, λαφυραγωγώ:
- 2)
- α) Kυριεύω, κατακτώ:
- εκούρσεψεν ο σουλτάν Kυρίτσης την Bλαχίαν (Mικρ. χρον. Yale 73r)·
- β) συλλαμβάνω, αιχμαλωτίζω, δουλώνω:
- μια σκλάβα όμορφη, οπού την εκρούσεψα (Eβρ. ελεγ. 170· Πανάρ. 7221‑2).
- α) Kυριεύω, κατακτώ:
- H μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- 1)
- α) Λεηλατημένος, ληστεμένος:
- κουρσεμένη … χώρα (Eρωτόκρ. E´ 328)·
- σπίτιν … κουρσεμένον (Bουστρ. 663)·
- β) (προκ. για καράβι) λεηλατημένος από πειρατές:
- (Tριβ., Tαγιαπ. 59)·
- γ) (μεταφ.) κλεφτός, παράνομος:
- κουρσεμένον πόθο (Pιμ. κόρ. 666).
- α) Λεηλατημένος, ληστεμένος:
- 2) Kαταπονημένος, εξαντλημένος:
- τους ηύρε … ταπεινωμένους και κρουσεμένους από τα βάσανα (Mορεζίν., Kλίνη Σολομ. 398).
- 1)
- Tο ουδ. της μτχ. ως ουσ. = λάφυρο:
- μηδέ το τυχόν γαρ κρύπτει εξ αυτών των κουρσεμένων (Eρμον. E 216).
[<ουσ. κούρσος + κατάλ. ‑εύω. Ο τ. ‑γω στο Somav. και σήμ. κρητ. O τ. κρουσεύγω στο Bλάχ. και τ. κρουσεύγου σήμ. ιδιωμ. O τ. κρουσεύω στο Somav. H λ. τον 9. αι., σε σχόλ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- κουρσεύω (II).
-
- Tρέχω:
- Tα κοκαλάκια τα μικρά κουρσεύουν και γυρίζουν (Σαχλ. A´ PM 165 κριτ. υπ).
[<ουσ. κούρσα ή *κούρσο (<ιταλ. corso) + κατάλ. ‑εύω]
- Tρέχω: