Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουρντίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουρντίζω [kurdízo] -ομαι Ρ2.1 : (προφ.) 1. κουρδίζω. 2. (μτφ.) πειράζω κπ. και σκόπιμα τον κάνω να θυμώσει με διάφορα αστεία και πειράγματα που ξέρω ότι τον ενοχλούν: Συνέχισε να τον κουρντίζει παρόλο που κατάλαβε πως είχε αρχίσει να θυμώνει. || (λαϊκ., παθ.): Στολίστηκε, κουρντίστηκε και ήρθε!

[κόρντ(α) -ίζω ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] ), κόρντα < ιταλ. corda (πρβ. κόρδα1)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες