Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουρκουτιάζω [kurkutxázo] Ρ2.1α μππ. κουρκουτιασμένος : (προφ.) το μυαλό μου δε λειτουργεί με διαύγεια, χάνω τις διανοητικές μου ικανότητες, συνήθ. λόγω γηρατειών: Γέρασε και κουρκούτιασε τελείως. || νιώθω το μυαλό μου ανίκανο να λειτουργήσει με διαύγεια, συνήθ. λόγω υπερβολικής διανοητικής εργασίας: Ύστερα από οχτώ ώρες δουλειά το μυαλό μου είχε κουρκουτιάσει.
[κουρκούτ(ι) -ιάζω]