Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουράρω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουράρω [kuráro] -ομαι Ρ6 : για γιατρό, παρακολουθώ και φροντίζω έναν ασθενή, εφαρμόζοντας την κατάλληλη για την περίπτωσή του θεραπευτική αγωγή.

[ιταλ. curar(e)]

[Λεξικό Κριαρά]
κουράρω.
  • Α´ (Αμτβ.) έχω έγνοια· φροντίζω για μια αγαθή πράξη:
    • δεν κουράρουσιν, ουδέ ποσώς ψηφούσιν αμέ να τρων, να πίνουσιν (Απόκοπ. (Παναγ.) 547).
  • Β´ (Μτβ.) γιατρεύω:
    • το κακό τση το πολύ και άμετρο να κουράρω (Φορτουν. Α´ 160).

[<ιταλ. curare. H λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες