Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κουντώ· ασκοντώ· μτχ. παρκ. κοντημένος.
-
- I. Ενεργ.
- 1) Ωθώ, ωθώ βίαια, σπρώχνω, σκουντώ:
- Κουντώ τον συψωμίτην μου, σύρνω τον εκ το ιμάτιν (Προδρ. IV 383 χφφ PK κριτ. υπ.· Διγ. Άνδρ. 39116), (Ερωτοπ. 418).
- 2) Σείω, κινώ:
- φύλλο κοντημένο (Πεντ. Λευιτ. XXVI 36).
- 3) Διεγείρω, ανακινώ, προκαλώ:
- με την ευσπλαγχνιάν σ’ εσέ δεν ασκοντήθη χάρις κι ευγενικότητα (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [1363]).
- 4)
- α) Αποτρέπω· απομακρύνω· εκτρέπω:
- εγύρεψεν να σε κουντήσει από τον Κύριο τον Θεό σου (Πεντ. Δευτ. XIII 11)·
- β) παραπλανώ, εξαπατώ:
- (Πεντ. Δευτ. XIII 14).
- α) Αποτρέπω· απομακρύνω· εκτρέπω:
- 1) Ωθώ, ωθώ βίαια, σπρώχνω, σκουντώ:
- II. Μέσ.
- 1) Παρασύρομαι, παρεκτρέπομαι:
- τον ήλιο και το φεγγάρι … να κουντηθείς και να προσκυνήσεις (Πεντ. Δευτ. IV 19).
- 2) Aποπλανώμαι, παραστρατίζω:
- (Πεντ. Δευτ. XXII 1).
- 1) Παρασύρομαι, παρεκτρέπομαι:
[<ακοντίζω. Μτχ. κουντημένος στο Somav. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]
- I. Ενεργ.