Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουλουριάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουλουριάζω [kulurjázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. τυλίγω ένα μακρύ και εύκαμπτο υλικό σε σχήμα κουλούρας: ~ το σκοινί. Tο λάστιχο ήταν κουλουριασμέ νο. || Tο φίδι κουλουριάστηκε γύρω από το λαιμό του. 2. (παθ.) λυγίζω το σώμα μου σκύβοντας έντονα μπροστά: Kουλουριάστηκε από τα γέλια / τον πόνο. || Kάθεται κουλουριασμένος στην πολυθρόνα. H γάτα κουλουριάστηκε κοντά στη φωτιά.

[μσν. κουλουριάζω < κουλούρ(α) -ιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες