Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουκουλώνω [kukulóno] -ομαι Ρ1 : 1. σκεπάζω κπ. ή κτ. τελείως, τον καλύπτω από παντού, χωρίς να αφήνω ακάλυπτα σημεία: Tον κουκούλωσαν μ΄ ένα σεντόνι. Kοιμάται κουκουλωμένος. Είχε τα έπιπλα κουκουλω μένα για να μη σκονίζονται. || ντύνομαι πολύ ζεστά, με πολλά και χοντρά ρούχα, συνήθ. έχοντας καλυμμένο και το κεφάλι: Kουκουλώθηκα και βγήκα. Kουκουλώσου καλά, γιατί έχει κρύο. 2. (μτφ.) α. συγκαλύπτω, αποκρύπτω κτ. το οποίο θεωρώ μεμπτό: Mην προσπαθείς να τα κουκου λώσεις. Kουκουλώθηκε το σκάνδαλο. ΦΡ τα κουκουλώνει σαν τη γάτα*. β. (μειωτ.) πείθω κπ. να με παντρευτεί παρά τη θέλησή του, χρησιμοποιώντας παραπλανητικές υποσχέσεις ή τεχνάσματα: Tα κατάφερε και τον κουκούλωσε και συνήθ. παθ., υφίσταμαι τις συνέπειες ενός αποτυχημένου γάμου, συνήθ. ως αποτέλεσμα βεβιασμένης επιλογής: Tον / την κουκουλώθηκε.
[μσν. κουκουλλώνω < κουκούλλ(α) -ώνω (ορθογρ. απλοπ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- κουκουλώνω· κουκλώνω.
-
- I. Ενεργ.
- 1) Σκεπάζω, καλύπτω· κρύβω:
- πα να φέρω πάπλωμα να ’ρθώ να σε κουκλώσω (Άσμα σεισμ. 46)·
- δεν ήτο το πρεπό χώμα να το κουκλώσει (ενν. το κορμί του Πανάρετου) (Ερωφ. Ε´ 420)·
- την αξιά την τόση … ας την κουκλώσει ένα παλιόρουχο (Ζήν. Α´ 56)·
- (μεταφ.):
- πάσα δίκιο και πρεπό βρίσκεται κουκλωμένο (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4316).
- 2) Nτύνω:
- το κρας οπού ’θελε νεκρό με σίδερα κουκλώνει (Ερωτόκρ. Δ´ 1582).
- 1) Σκεπάζω, καλύπτω· κρύβω:
- II. Mέσ.
- Α´ (Μτβ.) παντρεύομαι:
- Έδε κι είντα θα κουκλωθεί η πρικοκακομοίρα! (Φορτουν. Γ´ 44).
- Β´ Αμτβ.
- 1) Τυλίγομαι με ρούχο ή ύφασμα, σκεπάζομαι:
- ρούχον κι οι δυο τους πιάνουσι και ομού εκουκλωθήκαν (Χούμνου, Κοσμογ. 548).
- 2) Kαλύπτομαι, ταμπουρώνομαι:
- οι λουμπαρδάροι να κολούν ήτονε κουκλωμένοι με τάβλες και με χώματα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 27728).
- 1) Τυλίγομαι με ρούχο ή ύφασμα, σκεπάζομαι:
- Α´ (Μτβ.) παντρεύομαι:
- Φρ.
- 1) Κουκλώνω κάπ. βούλλες = γεμίζω ντροπές κάπ.:
- (Φορτουν. Β´ 398).
- 2) Κουκλώνομαι ντροπές = ρεζιλεύομαι, γελοιοποιούμαι:
- (Φορτουν. Α´ 321).
[<ουσ. κουκούλα + κατάλ. ‑ώνω. Ο τ. στο Βλάχ. Η λ. στο Meursius (‑λλόννειν) και σήμ.]
- I. Ενεργ.