Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουκουβίζω [kukuvízo] Ρ2.1α : (προφ.) κάθομαι ανακούρκουδα.
[μσν. κουκούβ(η) `είδος κουκουβάγιας΄ (ηχομιμ., σύγκρ. κουκουβάγια) -ίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- κουκουβίζω.
-
- Κουρνιάζω:
- εκεί που παν να φυλαχτού (ενν. οι περιστέρες) τρέμου και κουκουβίσου (Ερωτόκρ. Δ´ 1830).
[<ουσ. κουκούβα + κατάλ. ‑ίζω. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Κουρνιάζω: