Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουζουλαίνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουζουλαίνω [kuzuléno] -ομαι Ρ7.1 : (λαϊκότρ.) τρελαίνομαι.

[μσν. κουζουλαίνω < κουζουλ(ός) -αίνω]

[Λεξικό Κριαρά]
κουζουλαίνω.
  • (Μέσ.) τρελαίνομαι:
    • Απού την τόση μου χαρά … πώς δεν κουζουλαίνομαι (Πανώρ. Δ´ 438).

[<επίθ. κουζουλός + κατάλ. αίνω. Το μέσ. στο Βλάχ. Η λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες