Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κοτώ.
-
– Βλ. και αποκοτώ.
- Τολμώ:
- κανείς ουδέν εκότα να σταθεί κοντά του (Διήγ. Αλ. V 31).
[πιθ. <*κοττώ <ουσ. κόττος, ή αρχ. κοτέω. Η λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]
- Τολμώ: