Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοστολογώ [kostoloγó] -ούμαι Ρ10.9 : προσδιορίζω το κόστος ενός εμπορεύματος· κάνω κοστολόγηση ενός οικονομικού αγαθού.
[λόγ. κόστ(ος) -ο- + -λογώ]