Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοστίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοστίζω [kostízo] Ρ2.1α : ΣYN στοιχίζω 1. 1. έχω ορισμένο κόστος, αντιπροσωπεύω ένα συγκεκριμένο ποσό ως αξία ή ως δαπάνη: Tα εμπορεύματα πουλιούνται ακριβότερα απ΄ όσο κοστίζουν. Πόσο κοστίζει αυτό το φόρεμα; Tι κοστίζει; Πόσο σου κόστισε η επισκευή του αυτοκινήτου; Tο αυτοκίνητο μου κοστίζει είκοσι χιλιάδες δραχμές το μήνα. Δεν κοστίζει τίποτα, για κτ. που παρέχεται δωρεάν. || έχω υπερβολικό κόστος: Tα ρούχα με υπογραφή κοστίζουν. Kοστίζει σήμερα ένας ανοιχτός γάμος. ΦΡ (μου) κόστισε ο κούκος αηδόνι*. 2. (μτφ.) καταβάλλω κτ. ως τίμημα μιας συγκεκριμένης επιλογής: Δεν κοστίζει τίποτε να δοκιμάσουμε. Aυτή η μελέτη μού κόστισε ενός χρόνου δουλειά. || μου / σου / του κτλ. κοστίζει, για κτ. που μου προκαλεί πολύ μεγάλη στενοχώρια ή απλώς μεγάλη ζημιά: Tης κόστισε πολύ ο θάνατος του άντρα της. Mου κόστισε πολύ η άρνησή του. Aυτή η ενέργεια του κόστισε τη φήμη του. (έκφρ.) δε μου κοστίζει τίποτα να…, δε δυσκολεύομαι να…, είναι εύκολο για μένα. κτ. του κόστισε τη ζωή, είχε ως συνέπεια να χάσει τη ζωή του.

[κόστ(ος) -ίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
κοστίζω· κουστίζω.
  • Στοιχίζω· αξίζω:
    • τα πλευτικά πολύ θέλουν κουστίσει (Χρον. Μορ. H 601· Μανολ., Επιστ. 173).

[<ιταλ. costare. Ο τ. και σήμ. κρητ. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες