Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κορώνω [koróno] Ρ1α μππ. κορωμένος : για κτ. του οποίου αυξήθηκε η θερμοκρασία ως την πυράκτωση: Kόρωσε η σόμπα / το σίδερο. Kόρωσε η φωτιά, φούντωσε. || (μτφ.): Kόρωσε από θυμό. ΦΡ ανάβω και ~, οργίζομαι, θυμώνω πολύ.
[αρχ. κόρ(ος) `χόρτασμα, θράσος΄ -ώνω]