Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κορφολογώ [korfoloγó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : (προφ.) 1. κόβω τις κορφές των βλαστών ή τις άκρες των κλαδιών σε ορισμένα καλλιεργούμενα φυτά για να τα βοηθήσω να αναπτυχθούν καλύτερα. 2α. συλλέγω τις τρυφερές κορφές των βλαστών. β. (μτφ.) επιλεκτικά παίρνω το καλύτερο: Kορφολογώντας από τις παλιές ιδέες ό,τι του ταίριαζε περισσότερο
[κορφ(ή) -ο- + -λογώ]