Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κορδελιάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κορδελιάζω [korδelázo] Ρ2.1α : I. ρελιάζω. II. γαζώνω με τη μηχανή τα διάφορα κομμάτια του δέρματος, τα οποία αποτελούν τμήματα του παπουτσιού.

[κορδέλ(α)Ι -ιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες