Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοπρίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοπρίζω [koprízo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) λιπαίνω με κοπριά χωράφι, αγρό, κήπο κτλ.

[αρχ. κοπρίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
κοπρίζω.
  • Α´ (Μτβ.) λιπαίνω με κοπριά:
    • (Βαρούχ. 22712).
  • Β´ (Αμτβ.) αφοδεύω:
    • (Σπανός D 1791), (Χρον. βασιλέων 846).

[αρχ. κοπρίζω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες