Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κατολισθαίνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατολισθαίνω [katolisθéno] Ρ αόρ. κατολίσθησα, απαρέμφ. κατολισθήσει : 1. (γεωλ.) για μάζες πετρωμάτων ή χώματος που υφίστανται κατολίσθηση. 2. (μτφ.) για κτ. που παρουσιάζει μια καθοδική πορεία.

[λόγ. < ελνστ. κατολισθ(άνω) `γλιστρώ προς τα κάτω΄ μεταπλ. -αίνω κατά το ολισθαίνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go