Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατατρέχω [katatréxo] -ομαι Ρ3 (συνήθ. στο ενεστ. θ. και στη μππ.) αόρ. και κατέτρεξα, απαρέμφ. κατατρέξει : με συνεχείς και συστηματικές ενέργειες προσπαθώ να εξουθενώσω ή να εξοντώσω κπ., τον διώκω: Όταν πήρε την εξουσία, άρχισε να κατατρέχει τους αντιπάλους του με φυλακίσεις, δημεύσεις, απολύσεις κτλ. Tον κατατρέχει ο προϊστάμενός του. Οι Mικρασιάτες ήρθαν στην Ελλάδα πρόσφυγες και κατατρεγμένοι. || για δυνάμεις που προκαλούν σε κπ. αλλεπάλληλες ατυχίες και συμφορές: Tον κατατρέχει η τύχη / η μοίρα του. Οι κατατρεγμένοι της ζωής.
[ελνστ. κατατρέχω, αρχ. σημ.: `καταφέρομαι΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- κατατρέχω· αόρ. εκατάδραμα· μτχ. παρκ. κατατρεμένος.
-
- Α´ Μτβ.
- 1) Καταδιώκω, κυνηγώ:
- οι Ούγγροι κατατρέχουν τους (ενν. τους Τούρκους) (Αργυρ., Βάρν. Κ 250)·
- κατατρέχοντας ένα αλάφι (Χρον. σουλτ. 7616).
- 2) Ρίχνω κάτω, καταστρέφω:
- (Εγκ. αγ. Δημ. 109164).
- 1) Καταδιώκω, κυνηγώ:
- Β´ Αμτβ.
- 1) Κάνω επιδρομή, εισβάλλω:
- κατέτρεχον έως Σάρδεων και αυτής Μαγνησίας (Δούκ. 20527).
- 2) Τρέχω γρήγορα, σπεύδω:
- πόδισον, κατάδραμε τάχα να την κρατήσεις (Προδρ. I 167).
- 3) Προστρέχω:
- στον Δία εβουλήθηκε μόνον να καταδράμει (Αιτωλ., Μύθ. 220).
- 1) Κάνω επιδρομή, εισβάλλω:
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = κυνηγημένος· ανυπόληπτος:
- γυναίκα … κατατρεμένη (Σουμμ., Ρεμπελ. 169).
[αρχ. κατατρέχω. Η λ. και σήμ.]
- Α´ Μτβ.