Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καταναλίσκω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταναλίσκω [katanalísko] -ομαι Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) καταναλώνω: Στην Ελλάδα καταναλίσκουμε πολύ λάδι. || (μτφ.): Kαταναλίσκεται πολύ χρήμα και πολύς χρόνος για τη μόρφωσή μας.

[λόγ. < αρχ. καταναλίσκω]

[Λεξικό Κριαρά]
καταναλίσκω.
  • 1) Νεκρώνω:
    • άτινα (ενν. αι φλυκτίδες ή χοιράδες) … καταναλίσκει … τον ιέρακα (Ιερακοσ. 43925).
  • 2) (Πιθ.) σκοτώνω:
    • (Δούκ. 10122).

[αρχ. καταναλίσκω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go